-
1 зубило
η σμίλη, το κοπίδι- для срубания заклёпочных головок - για κοπή κεφαλιών των πριτσινιών/καρφιώνканавочное - για κατασκευή αύλακων/λουκιώνкузнечное - του σιδερά/σιδηρουργούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зубило